ανελεήμων

ανελεήμων
ων, ον немилосердный, безжалостный, бессердечный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανελεήμων" в других словарях:

  • ανελεήμων — ἀνελεήμων, ον (Α) (κ. νεοελλ. ανελεήμονας, ανελέημονας) εκείνος που δεν ελεεί, άσπλαχνος, άπονος …   Dictionary of Greek

  • ἀνελεήμων — merciless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελεῆμον — ἀνελεήμων merciless masc/fem voc sg ἀνελεήμων merciless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελεήμονα — ἀνελεήμων merciless neut nom/voc/acc pl ἀνελεήμων merciless masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελεημόνων — ἀνελεήμων merciless gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελεημόνως — ἀνελεήμων merciless adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελεήμονας — ἀνελεήμων merciless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελεήμονες — ἀνελεήμων merciless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελεήμονι — ἀνελεήμων merciless dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελεήμονος — ἀνελεήμων merciless gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελεήμοσι — ἀνελεήμων merciless dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»